- παραμαγνητικός
- -ή, -ό(ορυκτ.-φυσ.) αυτός που παρουσιάζει την ιδιότητα τού παραμαγνητισμού (α. «παραμαγνητικό ορυκτό» β. «παραμαγνητικό υλικό»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paramagnetique (< παρ[α]-* + μαγνητικός)].
Dictionary of Greek. 2013.